-
1 μεταχειριζω
(атт. 3 л. pl. fut. μεταχειριοῦνται) преимущ. med.1) держать в своих руках, владеть, пользоваться(σκῆπτρον Eur.; χρήματα Her.; χρυσοῦ Plat.; τόξον Plut.)
2) управлять, руководить(τὰ δημόσια Thuc.)
τὸν πόλεμον μ. Thuc. — вести войну, руководить военными действиями;μεταχειρίζεσθαι μεγίστας ἀρχάς Plat. — занимать крупнейшие посты;χρηστῶς μεταχειρίζεσθαι πρᾶγμά τι Arph. — отлично справиться с каким-л. делом3) (с кем-л.) обращаться, поступать(χαλεπῶς τινα Thuc.; τινα ὡς ἀδικοῦντα Plat.)
4) заниматься, изучать, развивать(φιλοσοφίαν, ἀστρονομίαν, μουσικήν Plat.)
μεταχειρίσαι τὰ περὴ τὰς ναῦς Thuc. — организовать судостроение;παιδείαν μετακεχειρισμένοι Plat. — получившие образование5) med. досл. облегчать, перен. лечить(τοὺς νοσώδεις Plat.)
ὡς ἀλυπότατα μ. τὸ πάθος Lys. — как можно больше облегчить страдание
См. также в других словарях:
σικχός — ο, ΜΑ (κατά τον Ησύχ. και τον Ευστ.) βδελυρός, σιχαμένος, αηδιαστικός αρχ. 1. αυτός που δύσκολα ευχαριστείται με κάτι ή αυτός που εύκολα αηδιάζει με κάτι, ο σιχασιάρης 2. συνεκδ. δύσκολος, δύστροπος, ιδίως στην τροφή («οἱ δὲ σικχοὶ καὶ νοσώδεις… … Dictionary of Greek